Skip to main content

Στα περαντα που "περασες".


σε θαλασσες, κοιταπια και καπνασματα.
λογομαχει η ερημος, μεθαει περα δωθε.
σαδιστικα, τα πλασματα, που θελει να κουνησει.
για δε θα κατσει οπου βρει, μον' οπου λησμονησει.
βρεγμενοι κι αμολυντοι, γιομνοι κι ερημομενοι.
σατραπες του πρεποματος και βιαστικα ερωτευμενοι.
σα πεθαμενοι μοιαζουνε, σαν πεθαμενοι, πρωτα, τους κοιτουν.
για δε τα εφτασε ποτε η αλεπου, και τα μικρα της βλαμει.
'κει λοιπον, στα ισα τα μετρουν και δε τους βγαινουν.
στα ισα παλι τα μετρουν και περισσευουν.
δε σημειωνουν, το προσαρμοζουν.
δεν θελουν λενε να μετρουν και τουτα δεν μετρουνται.
μεσα απ'τις χουφτες φευγουν και μπαινει αερας καθαρος και μυρωδατος.
θυμαρια, κεδροι, αηχοι καημοι, τα πευκα στεκουν εφεδροι.
ζεστο ξερι-ζωμο μου αναδευεις και μια αγκαλι σου τα νιατα μου.
και σε σπηλια και σε καβατζα θα σε βρεχω να στεγνωνεις.
μεγαλωνεις, μικρη η δοση για να τραβηξει κοσμο η ποση.
θα 'ναι καλα, θα 'ναι καρεκλα στα καλα και Μπο στις καταιγιδες.
θα 'ναι α-γιαννης στ'αλμυρα κι α-γιωργης μες στις γλυκες.
θα 'ναι οι σφηκες που θα σιωπουν τα βραδυα.
κι ο τζερεμι σκοπια ποτιζει τις τουλιπες.
φεγγαρι ολογιομο περνα, ξεφωτα και βαθρες.
 θα κανει δυση στ'ανοιχτα, εκια που φεγγουν δαδες.
για κειθε βλεπω πως τραβουν ξυπολυτοι και μαγοι, καραβαναδες.
χαζευου τους κολλαω και θυμιεμαι.
την ουτοπια, το παθος που η αγνοια πυρωνει.
και μεγαλωνει. καλη η δοση και θα τραβηξει κοσμο η ποση τουτη τη φορα.
φυγαν' τζιμανια ζουγκλικα μαζι τους στη πορεια.
κι εμειν' η ερημος ορθα, να ακουει στ' ονομα της.
να 'χει δυο τεσσερις καημους, χορδες ν' ακροβατουν.
ειναι κι αυτοι, καποιοι ρεμπετες σκεπτικοι και μαζεμενοι λιγο δα.
λενε πως καποιοι κεδροι τους σφυριζουν τους σκοπους, οταν τους δουν να σβηνουν.
ανασα παιρνουν, και στα κοριτσα δινουν κομπους, να λυνουν με σπασμους.
κυκλους θα κανει, θα γυρισει, κι αυτος που ηθελες να δωσει, θα αφησει.
κι οποιος το βρει, θα πει χαμπαρι.
και στη καβατζα πισω στα κλεφτα θα τριβει το λυχναρι.
γαληνια τον παιρνει ο υπνος, ο πελωριος.
κοτσανια απ'τη λιβυη που ξεβρασε το κυμα, του στολιζουν το μετωπι.
χοροι και κυμβαλα και μια χροια του πιο παλιου, απ'τους ανθρωπους.
δε ψιθυριζει, δε συλλαβιζει, ουτε ηχουν με λεξεις οι κινησεις του.
δονειται και βουϊζει, στεκετ' ακουνιτος κι ομως γυριζει.
το πλανο αλλαζει σε εκατο, κι αυτα σ'αλλα μιλιουνια.
και μια φωνη ρομαντικη, απλωνεται στ' αγερι.
"ολα οσα νικησες, θα 'ρθουν, πισω να παρουν αιμα.
γιατι δε ζητησαν να γεννηθουν και πεθαναν για σενα."
κι οσο η φωνη χανοτανε, τα κυμβαλα εντινανε.
σε ξυπνησαν τα χνωτα σου, σαν επαιρναν μορφες απ'τις δονησεις.
μεσα σε γλεντια, για να καθηζεις, σου 'μπηξαμε τη νιοτη.
κι εσυ που θες να λησμονησεις, δεν σ'αφηνουμε.
μονο τους ξεγνοιαστους χορους μας, σου ποζαρουμε.
τη σκεψη παιρνουμε και τη μαζευουμε με φρονηση.
κι οταν θα φυγουμε, θα στην αφησουμε δικια σου να 'ναι παλι.
κι αν το μπορεις, λησμονα το.
αυτο που θρασος σου 'δωκε, το ιδιο να τ'αρνεισαι.
μεσα στη φραση αυτη, κρυφτηκε δολια η λυση.
μ' αρνηθηκε το προβλημα να μπει μεσ' στο χασισι.
λενε πως ο,τι εγλυψες εσυ μονο το ξερεις.
και πως στα χερια σου αυτα οφειλεις ο,τι φερεις.
μα εσυ δεν το κατεχεις να το δεις κι ολο μας αποπαιρνεις.
με γλωσσα εξωστρεφη αρνεισαι πως θυμωνεις.
δεν ξεγελας εσενανε, οσο κι αν μεγαλωνεις.



Comments

Popular posts from this blog

"Κακός είναι ο άνθρωπος που του αρέσει να ντροπιάζει τους άλλους." Friedrich Wilhelm Nietzsche

αυτο κατα μια εννοια, ντροπιαζει αυτους που το διαβαζουν και εχουν συναισθηση του πότε μπορει να ντροπιασαν καποιους στη ζωη τους. ο ιδιος ο Νιτσε δηλαδη, μας μεταφερει νοητικα στην ουσια της παθησης αυτης. κανενας δεν μπορει να ντροπιαστει απο καποιον, εαν δεν ντρεπεται ηδη σε ενα βαθμο ο ιδιος. κανενας δεν ειναι κακος ανθρωπος για το συνολο εαν δεν ειναι πρωτα για τον εαυτο του. αλλα αυτος που αρεσκεται στο να θυμιζει σε αλλους αυτο που θελει να ξεχναει ο ιδιος (ντροπη) , ειναι χαμενος στο διαστημα και καλη του τυχη. η ντροπη ειναι τοξικο συναισθημα που το συραμε μεχρι σημερα κατω απο τις φουστες του ασυνορου ελευθεριακου ερωτα και μεσα απο την αδιαφορη αλληλεγγυη που γενναει το εγωϊστικο κερδος και η προσωπικη ανασφαλεια.

Προθεση: κατασταση παθους και σκοπου.

Καπου εγραφε, "ακολουθησε το παθος σου και θα σε οδηγησει στο σκοπο σου". Το παθος. Ο πολυποθητος σκοπος. Μερικες φορες δεν σε φτανει το παθος εκει που θες. Κι απο το παθος ως το σκοπο μεσολαβει μια γεφυρα. Ομως αυτη χανεται στην ομιχλη, υπονοωντας ενα μυστικισμο και μια περιεργεια. Φτανουν αυτα λοιπον για να εχεις ενα σκοπο? Στις μερες που ζουμε, υστερες της μεταποδομησης, καθε τι μυστηριο, περιεργο και γοητευτικο καταληγει να γινεται αντιληπτο με εναν αντιφατικο και απομυθοποιητικο ερεθισμο. Η λογικη της όποιας ουσιαστικοτητας ενος σκοπου ειναι η λογικη του καθ' αυτη. Ισως θελουμε να βλεπουμε τους εαυτους μας ως οδηγους, ως χειριστες, μα τιποτα απο αυτα δεν κουβαλαει απαραιτητα την ουσια του σκοπου παρα μοναχα τη προβολη μας. Δεν υπαρχει σκοπος μου γιατι δεν υπαρχει εαυτος ουτε εγω. Υπαρχουν ομως σχεσεις συντονισμενες. Ο σκοπος ειναι εκει, αναμεσα στις χορδες των πιθανοτητων, ενωμενο και διαιρετο. Η αντιληψη ειναι ισως αυτη που μπορει να τμηθει με τη συχνο...

Περασμα απ'τα ακρονειρο.

Φυσαει. Ολο και κατι θα κουνιεται μεσα στο πληθος των Καβειρων. Τελειωνει το επιπεδο και συνεχιζει η κλιση. Ωθεισαι, το διχως αλλο. Πιο κατω. Μας περιμενει η βουη των πραξεων. Αναμεσα απο σκεψεις και αναλυσεις. Εντοιχισμενα μεσ' στο πορισμα. Ευτυχισμενα μεσ' στο χωρισμα. Λαλια που, στο στομα σου μενει η αρχη της. Στα ακροδοντια σου η πρωτη συλλαβη της. Λες και η γναθος γνωρισε την ηθικη σου ταξη. Δονητικα. Και μ'ενα ψυχος αδειο να σε δροσιζει η μαστιγια της Αλυκτως. Κι εσυ να κοιτας. Εκει.  Πιο κατω. Που εντοπιζεις την Εκατη στα στενα σκοταδια. Κι εκεινη σταζει σαν τη Πανδωρα, μεγαλεπιβολα σημαδια του ερωτα. Με το κουτι. Με το κουτι πλαγιαζεις, παιδικε μου φιλε. Εσυ θνητε. Και ο Ερμης γελαει, που την ελπιδα στριμωξε στο τριτο ματι σου.  Πουστικα. Και τον κοζαρεις με αυτο καθως κυλας. Πιο κατω. Στα χαλκινα τειχη. Στην ομορφια που χανει οσο κι αν παιζει. Εκει που αφηνει ο συνειρμος σου ολα τα μποσικα. Και η μορφη σου δεν εχει σημασια.  Για εννια μερε...