πεταξες χαμω την ομπρελα για να βραχει η αφεντια σου|
να φυγει αυτη η σκουρα πλανη, να ξεκολλησει η αγκαλια σου|
κι ως ανεμος της ξεγνοιασιας αναλογιστηκες μποφορια,
τραβηξες ισα τη ματια παρα την ανηφορια|
βελτιστα τωρα αφου σιωπας, με τη σιαγονα σου ψηλα|
αντικρυ μονο τα πουλια που το τολμουν να κολυμπουν,
σε θαλασσες κι αιθερες, τις νυχτες και τις μερες στη στερια|
χαρουμενιες και θλιμματα στρωνοντας υπνο 'κει στα κυμματα|
χωρις νερο να πιεις περισσιο, χωρις μια γη να υπομενεις,
χωρις κουρελια, χωρις προβες, χωρις σειρηνες να υφαινεις.
κι ισως αλλαξεις μα κι ισως βγεις να δεις τι παιζει|
αν χαλαρωσανε τα βλεμματα και λυθηκαν οι λεξεις|
αυτες που σε ζοριζουν κι αναμεσα σου τριγυριζουν,
αυτες που ταχα εμαθες κι ολο κλεφτα ξαναδιαβαζεις|
κι οσα μικρα κομματια να σε σπας παλι με σε θα μοιαζεις,
μονο που θες το τροχισμα με σκεψη να ταιριαζεις|
κι ολο το ημερο παρον στο αγριο να ταζεις|
ξαφνου πως ζεις το αυριο, τα λεια χειλη σου χαραζεις|
τη ροτα αφηνεις μανιακη για να υπαρξει ζαλη|
μα το σηκωνεις τουτο το εργο κι αναστατωνεις το θεριο|
κι ισως τη βγαλεις καθαρη με τρομερο κεφαλι.
Comments
Post a Comment