Βαρυναμε.
Σαν σκαφος το κορμι που μπαταρε.
Διελυσε.
Ζημιες στα πλαγια.
Μα δεν εφτιαθει για στερια ετουτο το καμαρι.
Κι ομως αργα του φανηκε η ανταρα.
Δεν λησμονα. Δε γοητευει.
Τ'ανοιξαν τα πανια και δε μιλουνε.
Κι ο ψηλος αυτος επανω,
δεν ξερει πια που παμε.
Δυο μηνες τον ρωταω μα δε μου λεει.
Ολο μου γνεφει λασκα.
Φουνταριστος την αγκυρα.
Κι απο ψηλα, σου φαινεται πως ειν' η ωρα.
Σαν κανεις μια σαλτα και σφιγγεις τη πλεξουδα.
Πριν φτασει καταγης το αμοιρο. Το ανειπωτο. Το τελος.
Εκει. Λιγο πριν σπασει κι η πυξιδα.
Comments
Post a Comment